- ξαργώ
- (ε) αμετ. медлить; задерживаться; опаздывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαργώ — (Μ ξαργῶ) εξαργώ, βραδύνω, αργοπορώ, αργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αργῶ, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και επιτ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
ξάργημα — ξάργημα, τὸ (Μ) [ξαργώ] ημέρα αργίας, ανάπαυσης … Dictionary of Greek
ξάργητα — η βραδύτητα, αργοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργώ + κατάλ. ητα (πρβλ. έχθρ ητα, μάν ητά)] … Dictionary of Greek
ξάργισμα — ξάργισμα, τὸ (Μ) αναγκαστική διακοπή εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργῶ, κατά τα συνθ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
ξαργιά — ξαργιά, ἡ (Μ) [ξαργώ] 1. ημέρα αργίας, ανάπαυσης 2. ο χρόνος που μένει ακαλλιέργητη η γη, η αγρανάπαυση … Dictionary of Greek
ξαργιάζω — (Μ) 1. αναπαύομαι, αργώ 2. (για τη γη) μένω ακαλλιέργητη, βρίσκομαι σε αγρανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργῶ, κατά τα ρήματα σε ιάζω, ή, κατ άλλους, < ξαργιά] … Dictionary of Greek